.widget.ContactForm { display: none; }

Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

Απόψε θα σας πω ένα παραμύθι...



                                                        O ΔΡΑΚΟΣ ΤΗΣ  ΠΗΓΗΣ

Μια φορά και έναν καιρό , στην πηγή ενός χωριού που βρισκόταν μακριά από την μεγάλη πολιτεία, ζούσε ένας τεράστιος κόκκινος δράκος.
Ο δράκος είχε για σπίτι του μια μεγάλη σπηλιά στους πρόποδες του βουνού , δίπλα στην πηγή με το νερό που έκανε θαύματα, και δεν άφηνε κανέναν άνθρωπο να πάει κοντά της. Όταν κάποιος από τους κατοίκους του χωριού τολμούσε να πλησιάσει στο βασίλειο του δράκου, εκείνος κοκκίνιζε ακόμα πιο πολύ και  τέντωνε τα σουβλερά του νύχια για να τον  ξεσκίσει και να τον κατασπαράξει. Έτσι, το νερό της πηγής που έκανε θαύματα, δεν μπόρεσε να σώσει κανέναν από την ασθένειά του, εξαιτίας του κόκκινου δράκου.
Οι κάτοικοι του χωριού, που το όνομά του ήταν Πηγή, ήταν κάτι μικρόσωμα φοβισμένα ανθρωπάκια με σκυφτό κεφάλι που περπατούσαν κοιτάζοντας το χώμα. Όταν σήκωναν το κεφάλι τους για να κοιτάξουν προς το ήλιο, ο κόκκινος δράκος άνοιγε τα φτερά του και τον σκέπαζε και έτσι εκείνοι, οι μικροί ταλαίπωροι άνθρωποι, δεν ήξεραν από πού έρχεται το φως…
Ο δράκος , λοιπόν, απολάμβανε την τρομερή και σκληρή του εξουσία πάνω στα μικρά αυτά και  λιπόσαρκα ανθρωπάκια και η πηγή , συνέχιζε να μην κάνει θαύματα.
Μια μέρα, που ο ήλιος έλαμπε και  τα πουλιά κελαηδούσαν με τρόπο που έδειχνε πως ήρθε η Άνοιξη, η κόρη του ξυλουργού του χωριού, που είχε δει τον ήλιο χωρίς να την πάρει είδηση ο κόκκινος δράκος, αποφάσισε να μιλήσει στα σκυφτά ανθρωπάκια και είπε στον πατέρα της:
-«Πατέρα, δεν μπορώ να αφήσω τους ανθρώπους  της Πηγής  να μένουν στο σκοτάδι τους. Πρέπει να μάθουν από πού έρχεται το φως! Όμως, δεν ξέρω αν θα με πιστέψουν! Φοβούνται τον δράκο και δεν μπορούν να βρουν το κρυφό μονοπάτι που θα τους οδηγήσει με ασφάλεια στην πηγή…Είναι κρίμα να πεθαίνουν από την αρρώστια της άγνοιας που τους οδηγεί τόσο νωρίς  στον θάνατο! Τους λυπάμαι πατέρα!»
Τότε εκείνος άστραψε και βρόντηξε! «Όχι! Τι πας να κάνεις, κόρη μου; Ξεχνάς τι έπαθε ο γιος  της κυρα- Χαρμοσύνης  που είδε κι εκείνος τον ήλιο; Ζει εξόριστος και ανεπιθύμητος γιατί τον πέρασαν για τρελό. Και είχε τύχη βουνό που δεν τον αντιλήφθηκε  ο κόκκινος δράκος την ώρα που σήκωνε το κεφάλι του. Θα πετούσε από την σπηλιά του και θα τον έκανε χίλια κομμάτια! Όχι… όχι, κόρη μου! Καλύτερα να πεθάνω παρά να δω τέτοιο κακό!»

Η  Ταορμίνα, (έτσι έλεγαν την κόρη του ξυλουργού) σκέφτηκε  πολύ. Δεν μπορούσε, όμως, να βλέπει τα σκυμμένα ανθρωπάκια να πεθαίνουν από την βαριά αρρώστια, ενώ η πηγή μπορούσε να τους σώσει. Αποφάσισε τότε να καλέσει τον φίλο της τον Εχέφρονα  που ανάσταινε τη δύναμη του καλού και πολεμούσε κοντά στους αδύναμους , χωρίς να τον βλέπει κανείς, για να βρουν λύση. Ο δράκος έπρεπε να πεθάνει και η πηγή με το καλό νερό να σώσει όλους τους κατοίκους από την κακιά αρρώστια.

Ο Εχέφρονας ζούσε στην μεγάλη πολιτεία χωρίς κανείς να τον βλέπει, καθώς ο Πατέρας του ουρανού του έδωσε τον αόρατο μανδύα. Η Ταορμίνα του έγραψε μήνυμα στον πάπυρο των περιστεριών κι εκείνα τον πήγαν στον φίλο της. Εκείνος μόλις το πήρε στα χέρια του. το διάβασε με μεγάλη προσοχή. Το γράμμα έλεγε τα εξής:
«Καλέ μου φίλε,
Εσύ που έχεις τη δύναμη να ανασταίνεις τη δύναμη του καλού και  έχεις τον αόρατο μανδύα του Ουράνιου Πατέρα, διάβασε το γράμμα μου προσεκτικά σε παρακαλώ και δέξου να με βοηθήσεις. Ξέρεις ότι  έχω δει τον ήλιο αλλά ,εδώ στο χωριό, δεν το γνωρίζει άλλος κανείς. Όταν σε συνάντησα στο κρυφό μονοπάτι και πήγαμε μαζί στην πηγή χωρίς να μας αντιληφθεί ο κόκκινος δράκος και ήπιαμε από το νερό της γνώσης, μου υποσχέθηκες πως θα με βοηθήσεις σε ό,τι  χρειαστώ. Τώρα , λοιπόν, νομίζω πως έφτασε ο καιρός να βοηθήσουμε τους κατοίκους της Πηγής. Ο δράκος  έχει αφανίσει  ολόκληρες φαμίλιες. Οι κάτοικοι όλο και λιγοστεύουν και όσοι απέμειναν ζουν με τον φόβο. Σε χρειάζομαι! Θα με βοηθήσεις; Περιμένω νέα σου , όσο πιο σύντομα μπορείς»
Ο Εχέφρων κοίταζε το γράμμα σκεπτικός. «Καημένη, Ταορμίνα!» είπε μέσα του. «Ο άρρωστος δεν μπορεί να γίνει καλά αν ο ίδιος δεν θέλει.  Γι αυτό και δεν αναζητά ποτέ το μονοπάτι…»
Το ίδιο βράδυ ο νεαρός  αόρατος πολεμιστής είδε έναν τρομερό εφιάλτη! Η Ταορμίνα ήταν στη σπηλιά του κόκκινου δράκου , δεμένη και γεμάτη πληγές από τα νύχια του. Τα μάτια της, όμως,  ήταν γεμάτα από το  φως της γνώσης  και ο δράκος  δεν μπορούσε πια να τα δει. Εκείνη αμυνόταν με το μοναδικό της «όπλο» , όμως, έδειχνε πια, εξαντλημένη…
Πετάχτηκε από το κρεβάτι του  καταϊδρωμένος! Είχε πάρει το μήνυμα!
Ντύθηκε με τον αόρατο μανδύα , καβάλησε το άλογο που πετούσε και σε μερικές ώρες έφτασε έξω από την Πηγή. Περίμενε να βραδιάσει και όταν οι, ελάχιστες πια, οικογένειες του χωριού κλείστηκαν στα σπίτια τους, εκείνος  πλησίασε με την αύρα του αόρατου και χτύπησε την πόρτα του ξυλουργού…


-«Ποιος είναι;» φώναξε ο ξυλουργός.
-«Ψάχνω την Ταορμίνα. Είμαι ο φίλος της , ο Εχέφρων!».
Ο ξυλουργός είδε προσεκτικά από την μικρή χαραμάδα της πόρτας. Αναγνώρισε τον νέο από την περιγραφή που του έκανε η κόρη του. Εκείνη, που είχε ήδη  ξαπλώσει  να κοιμηθεί, σηκώθηκε να δει τι συμβαίνει. Κοίταξε και η ίδια  από τη χαραμάδα. Ναι! Ήταν, ο  Εχέφρων που είχε αφήσει να φαίνεται μόνο το πρόσωπό του από την μεριά που έβλεπε στο σπίτι!  Η Ταορμίνα του άνοιξε την πόρτα αμέσως!

Κάθισαν στο μικρό τραπέζι του φτωχικού σπιτιού. Κανείς δεν μίλησε, για αρκετή ώρα. Μόνο κοιταζόντουσαν στα μάτια και καταλάβαιναν τα πάντα μέσω της σιωπής. Αχ! Αυτή η σιωπή! Κάποιες φορές πολύτιμη, κάποιες άλλες  καταστροφική!
Ο Εχέφρων  άγγιξε το χέρι της Ταορμίνας. Κοιτάζοντας τόση ώρα τα μάτια της κατάλαβε αυτό που εκείνη ένιωθε. Ήξερε μέσα της πως ο αγώνας  ήταν άνισος. Όχι λόγω  της δικής της  έλλειψης δύναμης, αλλά λόγω έλλειψης θέλησης από τους κατοίκους  της Πηγής, για σωτηρία. Βλέπεις, αν το σκοτάδι γίνει συνήθεια, τα μάτια δυσκολεύονται στο φως…
 Και ο φόβος του κόκκινου δράκου; Μια συνήθεια κι αυτός. Και ο θάνατος; Ίσως αργεί, αν δεν τον βλέπεις…
Η Ταορμίνα κατάλαβε πως  είναι μόνη. Το τέρας δεν θα είχε δύναμη αν δεν το τάιζαν καθημερινά, όλοι, με την άγνοιά τους. Έτσι, αυτό παρέμενε εκεί, δυνατό και αήττητο, καθώς δεν το πλησίαζε κανείς. Κι αυτοί που τόλμησαν να προσπαθήσουν να το σκοτώσουν , δίχως να προλάβουν να πιουν από το θεραπευτικό νερό της γνώσης, έγιναν θύματα της ατελούς ύπαρξής τους.
Όλοι κοιτάχτηκαν στα μάτια ξανά. Το άλογο του αέρα  ήταν έτοιμο να τους πάρει μακριά από τη χώρα των δούλων. Ο αόρατος μανδύας σκέπασε  και τους τρεις.
Καθώς πετούσαν  ψηλά ο ήλιος άρχισε να βγαίνει δειλά δειλά, πίσω από την κορυφή του μεγάλου βουνού  και μια αχτίδα του έπεσε πάνω στα χρυσά μαλλιά του κοριτσιού , που πλέον ανέμιζαν ελεύθερα στον αέρα. Ο πατέρας του ουρανού έριξε μια σταγόνα βροχής πάνω στο μάγουλό της…Φαίνεται πως , κάποιες φορές, σε κάποιους ανθρώπους, αξίζει να ζουν με το τέρας . Ίσως , μάλιστα, όπως είπε και ένας « μάγος» μουσικός, να είχαν αρχίσει, κιόλας, να του μοιάζουν….

Νάσια Δεληγιάννη
Σέρρες, 12 Ιουνίου 2016

φωτογραφίες: it.forwallpaper.com
pokerlandgr.com
flix.gr




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου