Γράφει, η Νάσια Δεληγιάννη
Ιούλιος...
Αν και διανύουμε τις τελευταίες ημέρες του μήνα, είμαστε στην καρδιά του Καλοκαιριού, καθώς το θερμόμετρο φτάνει και ξεπερνά, τους 35 βαθμούς Κελσίου.
Αν και διανύουμε τις τελευταίες ημέρες του μήνα, είμαστε στην καρδιά του Καλοκαιριού, καθώς το θερμόμετρο φτάνει και ξεπερνά, τους 35 βαθμούς Κελσίου.
Κάτοικος , από τα μικράτα μου, στη Συμπρωτεύουσα, τα Καλοκαίρια που επισκεπτόμουν το χωριό μου, "ξετρελαινόμουν" με τη φύση. Το πράσινο, οι ευωδιές, τα λουλούδια, ο καθαρός αέρας και ...ο τζίτζικας, με "μάγευαν" και με "πολιορκούσαν" πάντα, με συνέπεια να μην θέλω να επιστρέψω στην πόλη.
Τα Καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων ήταν αγαπημένα! Μπορούσαμε να παίζουμε όλη την ημέρα! Καύσωνας; Τι ήταν αυτό;
Βέβαια, ο ήλιος καμία σχέση δεν είχε με τον σημερινό κι ας ήταν ο ίδιος. Τα μεσημέρια ,που αναζητούσαμε να ξαποστάσουμε από το πρωινό παιχνίδι, καθόμασταν κάτω από τα δέντρα ή όπου αλλού υπήρχε σκιά και νιώθαμε δροσερά. Δεν υπήρχε αυτό το έντονο κάψιμο, ακόμη και μέσα στην καρδιά της μέρας. Οι δε, κάτοικοι του χωριού, περνούσαν τα φύλλα του καπνού,( ο καπνός ήταν η κύρια καλλιέργεια του χωριού) φορώντας μακρυμάνικα βαμβακερά ρούχα, από το πρωί μέχρι το απόγευμα. χωρίς να δυσανασχετούν, καθόλου, για τη ζέστη. Είπαμε, ήταν εντελώς διαφορετική...
Στο μεταξύ θυμήθηκα εκείνες τις τεράστιες σιδερένιες βελόνες, σκουριασμένες ενίοτε, που έσκιζαν τα παιδικά μας δαχτυλάκια, καθώς προσπαθούσαμε να βοηθήσουμε τους μεγάλους στο πέρασμα του καπνού. Και έτσουζαν, αυτά, και μάτωναν κάποιες φορές, μα δεν παθαίναμε τίποτα! Και μαύριζαν τα δάχτυλά μας από την πίσσα που έβγαινε από τα φύλλα (πίκρα τη λέγαμε) και τρώγαμε δίχως να πλύνουμε τα χέρια μας... Και νιώθαμε πικρό το στόμα μας, μα ήταν γλυκιά η ψυχή μας.
Τα παιχνίδια μας ήταν αυτοσχέδια. Μπαίναμε μέσα στα κοφίνια που πριν ήταν συγκεντρωμένα τα φύλλα του καπνού, τα ξαπλώναμε στο πλάι και βάζαμε μια κουρελού για πόρτα. Αυτό ήταν το σπίτι μας!
Πόσοι "γάμοι" δεν έγιναν μέσα σ΄εκείνα τα "σπίτια" , με τυχαία αγγίγματα των χεριών! Έτσι, "παντρευόμασταν" τότε...
Τα βράδια έπρεπε να φοράμε ζακέτα, γιατί μόλις "έπεφτε" η νύχτα και ο ήλιος πήγαινε να "κοιμηθεί", η δροσιά έκανε την εμφάνισή της , κάποιες φορές πολύ έντονα.
Τα βράδια, λοιπόν, ο κεντρικός δρόμος του χωριού ήταν γεμάτος από κόσμο που βολτάριζε πάνω κάτω...Και περπατούσαμε σ΄αυτόν τον δρόμο κι εμείς κι ακούγαμε τα τραγούδια από τα τζουκ μποξ, στις ταβέρνες και στα τότε ζαχαροπλαστεία..."Κι αν περπατώ...κι αν περπατώ" τραγουδούσε ο Πουλόπουλος και ο Μανώλης Αγγελόπουλος "έκλαιγε" μ΄εκείνον τον τσιγγάνικο λυγμό...Και ο φαντάρος με τη στολή του, καθισμένος σε ένα μικρό τραπέζι, με μόνη συντροφιά του ένα ποτήρι κρασί, θυμόταν την αγαπημένη του που άφησε μακριά... Και έτρεχε το δάκρυ στο ποτήρι και γινόταν ένα με το κρασί ...
"Εβίβα! Ασπρο πάτο..."
Επιστρέφοντας από το νοερό μου ταξίδι , ακούω έξω τα τζιτζίκια, που κατοικούν σε κάτι ξεχασμένα δέντρα ενός οικοπέδου ,που , ίσως, κάποτε γίνει πολυκατοικία. Βλέπω άδειους τους δρόμους της πόλης...
Κάποιοι εναπομείναντες Σερραίοι(οι περισσότεροι απουσιάζουν λόγω διακοπών)κυκλοφορούν, μάλλον, για να κάνουν τα τελευταία ψώνια του Σαββατοκύριακου, ενώ εγώ μετρώ τις μέρες μοναξιάς , σ΄αυτή την πόλη, ακόμη και όταν έχω χιλιάδες κόσμου γύρω μου...
Γιατί μοναξιά, δεν νιώθεις όταν είσαι μόνος. (Αυτό, ίσως να είναι επιλογή) Μοναξιά νιώθεις όταν βρίσκεσαι ανάμεσα σε ανθρώπους, που δεν κατάφεραν ν΄αγγίξουν την ψυχή σου...
Και τότε κατακλύζομαι από τάσεις φυγής...Να φύγω μακριά από ό,τι καταφέρνει να μου ξυπνά άσχημα συναισθήματα...
Και ο Καβάφης με "βλέπει" ειρωνικά και μου δείχνει την "Πόλη" του..."Η Πόλις θα σ΄ακολουθεί...στους δρόμους θα γερνάς τους ίδιους...δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό..."
Και "Η Πόλις" γίνεται βαρίδιο και απελπισία, στην επιθυμία μου να δραπετεύσω...Και θυμάμαι εκείνα τα παιδικά Καλοκαίρια και τους τζίτζικες, που δεν προμήνυαν τίποτα, παρά μας συντρόφευαν μόνο, τραγουδώντας ύμνους στη ραστώνη του μεσημεριού...
Και θυμήθηκα εκείνον τον ύμνο για τον τέττιγα, του Ανακρέοντα, που τον παρομοιάζει με Θεό...
Ποιος ξέρει; ίσως η απλότητα και η ανεμελιά, να είναι ο "Θεός" που λείπει...
"ΕΙΣ ΤΕΤΤΙΓΑ"
Μακαρίζομέν σε, τέττιξ,
ότε δενδρέων επ’ άκρων
ολίγην δρόσον πεπωκώς
βασιλεύς όπως αείδεις.
Σα γαρ εστί κείνα πάντα,
οπόσα βλέπεις εν αγροίς,
χωπόσα φέρουσιν ώραι.
Συ δε φίλιος ει γεωργών,
από μηδενός τι βλάπτων.
Συ δε τίμιος βροτοίσιν,
θέρεος γλυκύς προφήτης.
Φιλέουσι μεν σε Μούσαι,
Φιλέει δε Φοίβος αυτός,
λιγυρήν δ’έδωκεν οίμην.
Το δε γήρας ου σε τείρει,
σοφέ, γηγενής, φίλυμνε,
απαθής, αναιμόσαρκε,
σχεδόν ει θεοίς όμοιος.
Στον τζίτζηκα
Σε μακαρίζουμε τζίτζηκα,
Όταν καθισμένος στις άκρες των δένδρων
και έχοντας πιεί λίγη δροσιά,
μοιάζεις με βασιλήα καθώς τραγουδάς.
Δικά σου είναι όλα
όσα βλέπεις στα χωράφια
και όλα όσα φέρνουν οι ώρες.
Είσαι αγαπητός στους γεωργούς,
καθώς δεν προκαλείς καμια ζημιά.
Είσαι τίμιος με τους θνητούς
και ευχάριστος προφήτης του καλοκαιριού.
Σε αγαπούν οι Μούσες,
σε αγαπά και ο ίδιος ο Απόλλωνας,
που σου χάρισε το ταλέντο να τραγουδάς διαπεραστικά.
Τα γηρετειά δεν σε θλίβουν,
σοφέ, γηγενή, φιλόμουσε,
απαθή, με σάρκα χωρίς αίμα,
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου